- συμπαραβάλλω
- (αόρ. συμπαρέβαλα) μετ. сопоставлять, сравнивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπαραβάλλω — ΝΑ [παραβάλλω] συγκρίνω, αντιπαραβάλλω … Dictionary of Greek